τομή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) τομός cutting fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τομή — Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τέμνω (= κόβω). Στη μετρική ο όρος τ. δηλώνει τον χωρισμό μεταξύ δύο λέξεων που χρησιμεύει ως όριο μεταξύ δύο μετρικών μελών και που πραγματοποιείται φωνικά ως παύση στην εκφώνηση του στίχου. Στην κλασική μετρική … Dictionary of Greek
τομή — η 1. διαίρεση, κόψιμο: Βαθιά τομή. 2. (μαθημ.), σύνολο σημείων κοινών σε δύο γραμμές ή επιφάνειες. – Κωνική τομή. 3. σχεδιάγραμμα κτιρίου, μηχανής κτλ., που τέμνονται υποθετικά από επίπεδο, για να είναι ορατοί οι εσωτερικοί χώροι: Τομή κατά μήκος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τομῆ — Τομεύς one that cuts masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τομῆ — τομεύς one that cuts masc nom/voc/acc dual τομεύς one that cuts masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τομῇ — Τομῆι , Τομεύς one that cuts masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καισαρική τομή — Χειρουργική επέμβαση σε εγκύους, κατά την οποία ο τοκετός διεξάγεται μετά από τομή στο πρόσθιο κοιλιακό και μητρικό τοίχωμα. Στη μυθολογία αναφέρονται γεννήσεις μετά από τομή της κοιλιάς των εγκύων, όπως η γέννηση του Διονύσου από τη Σεμέλη και… … Dictionary of Greek
κωνική τομή — Βλ. λ. κώνος (κωνική τομή) … Dictionary of Greek
χρυσή τομή — Εάν δοθεί ένα ευθύγραμμο τμήμα s, ονομάζεται χ.τ. του ένα τμήμα του, έστω m το οποίο είναι μέσο ανάλογο μεταξύ ολόκληρου του τμήματος και του υπόλοιπου (s – m), δηλαδή s : m = m : (s – m). Επειδή, όταν 4 μεγέθη είναι ανάλογα, είναι και τα μέτρα… … Dictionary of Greek
τομῆι — τομῇ , τομάω need cutting pres subj mp 2nd sg (doric) τομῇ , τομάω need cutting pres ind mp 2nd sg (doric) τομῇ , τομάω need cutting pres subj act 3rd sg (doric) τομῇ , τομάω need cutting pres ind act 3rd sg (doric) τομῇ , τομάω need cutting pres … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)